ἐπιλογῆς

ἐπιλογῆς
ἐπιλογή
picking out
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιλογής, κανόνες — Κανόνες που καθορίζουν τις δυνατές μεταπτώσεις ατόμων, μορίων, πυρήνων ατόμων, στοιχειωδών σωματίων από μία κβαντική ενεργειακή κατάσταση σε μία άλλη. Από τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής διεγερμένων αερίων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατές οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • εύρυγροι οργανισμοί — Οργανισμοί που αντέχουν μεγάλες μεταβολές της υγρασίας στο περιβάλλον τους. Η ποικιλία τους είναι μικρή, γιατί όλοι οι οργανισμοί έχουν με τον καιρό προσαρμοστεί σε ξηρό ή υγρό περιβάλλον (στένυγροι, ξηρόφιλοιυδρόφιλοι). Εξαίρεση αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • Λισένκο, Τροφίμ Ντενίσοβιτς — (Trofim Denisovich Lysenco, 1898 – 1976). Σοβιετικός βιολόγος και γεωπόνος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Γεωπονίας του Κιέβου το 1925. Εργάστηκε στο Κέντρο Επιλογής Σπόρων της Μπελοτσερκόφκα, από το 1922 έως το… …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • βιονική — Η επιστήμη που συνδέει τη βιολογία και την τεχνολογία, με σκοπό να δώσει στους τεχνολόγους πρότυπα, που η αξία τους έγκειται στο ότι έχουν δοκιμαστεί, στηριζόμενα στις λύσεις που προσφέρει η φύση στα προβλήματα των ζωντανών υπάρξεων. Ο άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την …   Dictionary of Greek

  • δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”